- κύτταρο
- cellule
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… … Dictionary of Greek
κυτταρο- — και κυτο πρώτα συνθετικά όρων τής βιολογίας και τής βιοχημείας, τα οποία ανάγονται στις λ. κύτταρο και κύτος («κοιλότητα»), αντιστοίχως. Οι όροι αυτοί είναι είτε αποδόσεις ξεν. όρων (πρβλ. κυτταρίτιδα < αγγλ. cellulitis) είτε αντιδάνειοι (πρβλ … Dictionary of Greek
κύτταρο — το καθεμιά από τις αρχικές βιολογικές μονάδες από τις οποίες αποτελούνται οι ζωντανοί οργανισμοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κύτταρο, φωτοηλεκτρικό — Όργανο βασιζόμενο στην ιδιότητα που έχουν κάποια μέταλλα να εκπέμπουν ηλεκτρόνια (φωτοηλεκτρισμός), όταν δέχονται κατάλληλη ηλεκτρομαγνητική (φωτεινή) ακτινοβολία. Τα φ.κ. κενού αποτελούνται από μια γυάλινη αμπούλα, στην οποία έχει… … Dictionary of Greek
ηλεκτρολυτικό κύτταρο — Ειδικό δοχείο που περιέχει ένα διάλυμα το οποίο υποβάλλεται σε ηλεκτρόλυση. Στα εργαστηριακά πειράματα το η.κ. είναι ένα απλό γυάλινο ποτήρι, ενώ στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις είναι μεγάλες δεξαμενές από γυαλί, μέταλλο ή από άλλα υλικά. Για… … Dictionary of Greek
γαμέτης — Κύτταρο αναπαραγωγικό που συνήθως προορίζεται για να συγχωνευτεί με έναν άλλο γ., δημιουργώντας ένα νέο κύτταρο που ονομάζεται ζυγώτης και εξελίσσεται σε ένα νέο άτομο. Γενικά οι γ. έχουν απλοειδή αριθμό χρωμοσωμάτων, δηλαδή ο αριθμός των… … Dictionary of Greek
αιμοϊστοβλάστη — Κύτταρο που θεωρείται το αρχέγονο (μητρικό) κύτταρο του μυελού των οστών απ’ όπου παράγονται όλα τα κυτταρικά στοιχεία του αίματος. Η α. λέγεται και αιμοκυττοβλάστη ή αιματοκυτταροβλάστη. Το κύτταρο αυτό είναι ένα από τα λεγόμενα… … Dictionary of Greek
ζυγωτό — Κύτταρο που προέρχεται από τη συγχώνευση των γαμετών (ένωση ενός ωαρίου με ένα σπερματοζωάριο ή γενικά ενός θηλυκού με έναν αρσενικό γαμέτη). Ο όρος ζ. καθιερώθηκε από τον Γερμανό βοτανολόγο Ε. Στράσμπουργκερ. Το ζ. σχηματίζεται αμέσως μετά τη… … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
μίτωση — Το σύνολο των μεταβολών του πυρήνα και του κυτταροπλάσματος, που προηγούνται και συνοδεύουν τη διαίρεση του κυττάρου· συνώνυμος, και πολύ χρησιμοποιούμενος, είναι ο όρος καρυοκινησία. Το πρώτο μορφολογικό συμβάν, που παρατηρείται στον πυρήνα του… … Dictionary of Greek
διαφοροποίηση — Η μεταβολή ομοίων πραγμάτων σε διαφορετικά. (Βιολ.) Όρος που σημαίνει βασικά εξειδίκευση. Υπό αυτή την έννοια, η δ. ορίζεται ως η πορεία που ακολουθείται από ένα σύνολο όμοιων κυττάρων, ώστε να δημιουργούνται πολλοί διαφορετικοί δομικά και… … Dictionary of Greek